λικμητός

λικμητός
λικμητός, ὁ (Α) [λικμώ]
1. η ενέργεια και ο καιρός τού λιχνίσματος
2. μτφ. εξολόθρευση, καταστροφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λικμητῷ — λικμητός winnowing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λικμητόν — λικμητός winnowing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λικμώ — (AM λικμῶ, άω) λικμίζω, λιχνίζω («καθαροῡμεν τὸν σῑτον λικμῶντες», Ξεν.) αρχ. 1. μτφ. διασκορπίζω κάτι σαν άχυρο («καὶ λικμήσω αὐτοὺς εἰς τὰς χώρας», ΠΔ) 2. εξαφανίζω, καταστρέφω («ἐφ ὅν δ ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτὸν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λικμῶ,… …   Dictionary of Greek

  • λικμητοῦ — λικμητής masc gen sg λικμητός winnowing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”